λειόστρακον

λειόστρακον
λει-όστρᾰκον, τό,
A smooth-shelled, a kind of oyster, Arist.HA528a21, Fr.304, Xenocr. ap. Orib.2.58.128.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λειόστρακον — smooth shelled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειοστράκων — λειόστρακον smooth shelled neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειόστρακα — λειόστρακον smooth shelled neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειόστρακος — λειόστρακος, ον (Α) 1. αυτός που έχει λείο, ομαλό όστρακο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λειόστρακον είδος στρειδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + όστρακος (< ὄστρακον), πρβλ. μαλακ όστρακος, σκληρ όστρακος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”